νταϊρές

νταϊρές
ο
1. (στον καιρό τής τουρκοκρατίας) διοικητική περιφέρεια, εδαφικό τμήμα κράτους με σχετική διοικητική αυτοτέλεια
2. μουσ. είδος μικρού κρουστού οργάνου που μοιάζει με μικρό τύμπανο, ντέφι με κύμβαλα στη στεφάνη του
3. σείστρο, κουδουνίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. daire].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”